top of page
Εικόνα συγγραφέαΓεράσιμος Αρτελάρης

Μια γνώμη για τον Βασιλιά Ληρ του Χουβαρδά

Βασιλιάς Ληρ, του Ουίλιαμ Σαίξπηρ

Εθνικό Θέατρο

Σκηνοθεσία-διασκευή: Γιάννης Χουβαρδάς

Μετάφραση: Διονύσης Καψάλης


Μια παράσταση που μου άρεσε και δεν μου άρεσε, αλλά στο τέλος με κέρδισε.


Ήταν μια παράσταση-πείραμα με μεγάλο βαθμό δυσκολίας, τον μεγαλύτερο που έχω δει φέτος. Καταρχάς, ο Χουβαρδάς κράτησε όλους τους χαρακτήρες και σχεδόν ολόκληρο το κείμενο του Σαίξπηρ. Η παράσταση διαρκεί σχεδόν 3 ώρες.  Αν και το έργο ήταν κουραστικό, δεν βαρέθηκα καθόλου. Σίγουρα βοηθούσε να έχεις διαβάσει την υπόθεση του έργου και να έχεις μια εξοικείωση με τους χαρακτήρες του. 


Δεύτερον, σε όλη την παράσταση υπήρχαν κάμερες που έκαναν κοντινά πλάνα στα πρόσωπα των ηθοποιών. Οι εναλλαγές των πλάνων γίνονταν σε ρυθμό (και λογική) ταινίας, με μοντάζ σε πραγματικό χρόνο. Ο συντονισμός που απαιτούσε για να γίνει σωστά αυτό είναι αδιανόητος.


Τρίτον, ο Χουβαρδάς έχει σκηνοθετήσει ηχητικά και τον παραμικρό ήχο που δημιουργούν οι ηθοποιοί, καθώς και οι μουσικοί που βρίσκονται επί σκηνής. Παίζει μέχρι και με την μουσικότητα των συλλαβών των λέξεων. Δεν υπήρχε ήχος στην παράσταση που να είναι τυχαίος, που να μην έχει κάτι συγκεκριμένο να τονίσει. 


Οι ηθοποιοί που κλήθηκαν να υποστηρίξουν αυτή την σκηνοθετική γραμμή έπρεπε να είναι ικανότατοι. Και ήταν. Υποθέτω ότι οι πρόβες θα πρέπει να ήταν φοβερά απαιτητικές και οι ηθοποιοί να λειτουργούσαν σαν στρατιώτες. Μου άρεσαν όλες και όλοι, αλλά περισσότερο από όλους ο Μίνως Θεοχάρης που παίζει τον τρελό, τον γελωτοποιό του Βασιλιά Ληρ. Υπέροχη ερμηνεία, ο καλύτερος ρόλος του έργου. (Χειριζόταν μέχρι και κάμερα ενώ έπαιζε.)



Εικαστικά, ο συνδυασμός δράσης στην σκηνή και πλάνων στο σκηνικό ήταν πολύ όμορφος. Τα χρώματα ήταν υπέροχα. Για να είναι σωστά φωτισμένα τα πλάνα από τους προτζέκτορες, η σκηνή έπρεπε να είναι πιο σκοτεινή από ό,τι συνήθως και ίσως τμήματα της σκηνικής δράσης να ήταν υποφωτισμένα, αν και προσωπικά δεν με ενόχλησε.


Το ενοχλητικό τεχνικό πρόβλημα της παράστασης ήταν η έλλειψη συγχρονισμού μεταξύ ήχου και εικόνας. Ενώ οι φωνές των ηθοποιών έφταναν στο κοινό μέσω των μικροφώνων άμεσα, τα πλάνα από τις κάμερες είχαν μια μικρή χρονοκαθυστέρηση, με αποτέλεσμα η παράσταση να μου θυμίζει μεταγλωττισμένη βραζιλιάνικη σειρά. Στο μεγαλύτερο μέρος του έργου μπόρεσα να το αγνοήσω, επικεντρώνοντας την προσοχή μου στους ηθοποιούς επί σκηνής και ρίχνοντας φευγαλέες ματιές στην προβολή. Στις σκηνές, όμως, που η σκηνή ήταν άδεια και βλέπαμε μόνο πλάνα από τις κάμερες, σαν ταινία, ήταν αδύνατον να το αγνοήσω. Σε 2-3 σημεία δεν άντεξα και γέλασα.


Υπήρχε όμως και ένα ουσιαστικό πρόβλημα. Το υπερβολικό στυλιζάρισμα στην εκφορά του λόγου των ηθοποιών, αν και ενδιαφέρον, σε κάποια σημεία λειτουργούσε εις βάρος του νοήματος του έργου. Έτσι, σε συνδυασμό με κάποιες μικρές περικοπές στο κείμενο, χάσαμε νομίζω την ουσία στην σκηνή της επανένωσης του Ληρ με την Κορντέλια, η οποία είναι - κατά τη γνώμη μου - η σημαντικότερη σκηνή του έργου.


Ωστόσο, το ίδιο στυλιζάρισμα, συντονισμένο με την μουσική, τα ηχητικά εφέ, τα πλάνα και το ζωντανό μοντάζ οδήγησαν σε ένα εντυπωσιακό φινάλε. Είδα κάτι που δεν πίστευα ότι μπορούσε ποτέ να γίνει στο θέατρο.


Ίσως η παράσταση να ήταν πιο πολύ ταινία παρά θέατρο, αλλά κρίνοντας από το αποτέλεσμα, το στοίχημα κερδήθηκε. Χαίρομαι που ο Χουβαρδάς επέλεξε να αξιοποιήσει τους πόρους του Εθνικού Θεάτρου (που νομίζω ότι είναι το μόνο στην Ελλάδα που μπορεί να ανεβάσει μια τέτοια παράσταση) κάνοντας κάτι δύσκολο, πειραματικό, καινούριο. Όπως είχα γράψει και σε μια θεατροϊστορία τον Οκτώβριο, η χρήση ζωντανής λήψης ξενίζει ακόμα το θεατρικό κοινό, αλλά μπορεί να εμπλουτίσει μια παράσταση, αν χρησιμοποιηθεί σωστά.


Ο Μίνως Θεοχάρης (γελωτοποιός) και ο Γιάννης Νταλιάνης (Βασιλιάς Ληρ) πεσμένοι στο πάτωμα, ενώ στον τοίχο πίσω τους προβάλλεται το κοντινό πλάνο στο πρόσωπο του Ληρ.

Σχετικές αναρτήσεις

Εμφάνιση όλων
bottom of page