-Ας ξεκινήσουμε με την αφορμή αυτής της συνέντευξης που είναι πως η παράσταση «τα Φώτα της Πόλης» έλαβε στο Ζω ένα Δράμα το βραβείο καλύτερου μιούζικαλ. Είναι μια παράσταση ρηξικέλευθη για τον θεατή, καθώς ξαφνικά πρέπει να βιώσει μία συνθήκη στην οποία δεν είναι συνηθισμένος. Πρέπει να παρατηρεί το κάθε τι συμβαίνει στη σκηνή με μόνο ακουστικό οδηγό τη μουσική. Ομολογώ ότι εμείς ως θεατές χρειαστήκαμε λίγο χρόνο για να συντονιστούμε στη νέα αυτή συνθήκη. Δεν μπορώ ούτε να φανταστώ πόσο δύσκολο θα ήταν για εσάς τους ηθοποιούς να απωλέσετε τη βασική οδό επικοινωνίας, τη φωνή σας. Αλλά και από την άλλη, μήπως ήταν και μια ευκαιρία εξερεύνησης άλλων εργαλείων έκφρασης…;
[Προκόπης] Ακριβώς αυτό θα απαντούσα κι εγώ τώρα, Μαίρη, γιατί τον ίδιο χρόνο που χρειάστηκαν οι θεατές χρειαστήκαμε κι εμείς μελετώντας, μπαίνοντας ως ομάδα σ’ αυτού του είδους τη δουλειά. Ήταν για μας ένα μεγάλο στοίχημα γιατί θέλαμε να φέρουμε τον Τσάρλι Τσάπλιν όπως ο κόσμος τον γνώρισε, αλλά παράλληλα να εμφανίσουμε τον Τσάπλιν στο θέατρο αυτή τη φορά. Έχουμε τον πατέρα του κινηματογράφου, αν μπορούμε να το πούμε αυτό, ο οποίος όμως εμφανίζεται στη σκηνή. Η συνθήκη λοιπόν της παντομίμας έφερνε τους εαυτούς μας σε μία ανάγκη να αναπτύξουμε κι εμείς άλλες λειτουργίες ως ερμηνευτές για να καταφέρουμε να εισηγηθούμε αυτή την ιστορία. Αυτό λοιπόν ήταν το πιο μαγικό απ’ όλα.
[Αλεξάνδρα] Συμφωνώ, ήταν μια τεράστια ευκαιρία και μία επιστροφή στη θεματική μνήμη που φέρουμε ως άνθρωποι, σαν να είναι ο άνθρωπος μια ολότητα και να είχε μια παιδική ηλικία. Νομίζω ότι όλα ξεκινάνε από το σώμα. Πριν έρθει ο λόγος, μέσα από το ένστικτο όλα εκφράζονται από το σώμα, την κίνηση, από αυτό που χρειάζεται και εκεί που θέλει να πάει το σώμα. Να εξερευνήσει, να αγγίξει, να εκφράσει. Σε όλα αυτά έπρεπε να επιστρέψουμε ουσιαστικά. Με την ένωση του θεάτρου, της μουσικής, του σινεμά ήταν σαν να έφτιαξε η Αμάλια Μπένετ και ο Θοδωρής Οικονόμου έναν νέο κόσμο, σαν να μας σύστησε σε κάτι που ήταν και κάτι που ξαναγεννιέται τώρα. Και αυτό ήταν τρομερά συναρπαστικό. Όταν αφαιρείς τον λόγο είναι σαν να εκφράζεσαι μόνο με την ύπαρξή σου και ό,τι ζυγίζεις ως κίνηση είναι σημαίνον. Άρα πρέπει να γίνεις και πολύ ακριβής και πολύ ευφάνταστος. Ξαφνικά αποκτούν όλα σημασία. Καταλαβαίνω πως για τον θεατή ήταν πολύ δύσκολο να αποκωδικοποιήσει αυτόν τον νέο κώδικα...
-Και να γίνει πιο παρατηρητικός και πιο ενεργητικός.
[Αλεξάνδρα] Πολύ σωστό αυτό που λες. Ξαφνικά ενώ είναι κάτι ευχάριστο, πρέπει να είσαι εκεί. Γίνεσαι συμμέτοχος. Και έχει σημασία ότι και ο Τσάπλιν ξεκινάει από το θέατρο, γίνεται σινεμά και επιστρέφει στο θέατρο.
-Σύμφωνα με πολλά μέλη του Ζω ένα Δράμα -και εμένα- «Τα φώτα της πόλης» ήταν μια από τις πιο αξιόλογες παραστάσεις της χρονιάς, καθώς συνδύαζε άριστα όλους τους επιμέρους τομείς που συνθέτουν μια καλή παράσταση, εξαιρετικούς ηθοποιούς, εμπνευσμένη σκηνοθεσία, καταπληκτική μουσική, σκηνικά, όλα άριστα καμωμένα. Εσύ, Προκόπη, σε αυτή την παράσταση αξιώσεων είχες όχι μόνο τον πρωταγωνιστικό ρόλο, αλλά υποδυόσουν ένα πρόσωπο με βαριά ιστορία, τον Τσάρλι Τσάπλιν. Και μόνο που το είπα, αγχώθηκα (γέλια)! Εσένα σε άγχωσε το φορτίο αυτό;
[Προκόπης] Δεν με άγχωσε, να σου πω γιατί. Από τη μια υπάρχει αυτό το φορτίο γιατί έχουμε ίσως την πιο αναγνωρίσιμη φιγούρα του παγκόσμιου κινηματογράφου -και όχι μόνο! Από εκεί και πέρα για μένα το στοίχημα ήταν όχι τόσο εξωτερικό, δεν ήταν τόσο να φέρω τον Τσάπλιν κινησιολογικά. Η κίνηση, η μιμητική συνθήκη είναι κάτι απλό. Και για να γίνει αυτό ξεκίνησα πριν απ’ τις πρόβες μελετώντας τον Τσάπλιν, τις ταινίες, την κινησιολογία του. Το δικό μου προσωπικό στοίχημα ήταν να κουβαλήσω τον ψυχισμό αυτού του χαρακτήρα. Γιατί έχουμε από τη μία έναν πολύ εξωτερικό και αναγνωρίσιμο χαρακτήρα, που περπατάει με τα πόδια ανοιχτά σαν πιγκουίνος, που κρατάει ένα μπαστούνι, που έχει μια μικρή λόρδωση και χαιρετάει ό,τι βρεθεί μπροστά του, έμψυχο ή άψυχο υλικό, όμως από την άλλη αυτό προκύπτει εν τέλει μέσα από ένα βαθύ ψυχισμό. Ο Τσάπλιν ήταν ένας αυτοβιογραφικός δημιουργός, κοινωνικός, πολιτικός, που κατάφερνε να ακουμπήσει το πανανθρώπινο. Η παντομίμα δείχνει κάτι, αλλά νομίζω πως ο θεατής δεν αρκείται στο να βλέπει μόνο μια καθαρή φιγούρα. Πρέπει ο χαρακτήρας να φέρει αυτόν τον βαθύ ψυχισμό, αυτή τη μελαγχολία, αυτή τη συνεχή απορία, που μέσα σ’ αυτή την απορία ερωτεύεται, πληγώνεται, πονάει και αναστήνεται. Είναι συνέχεια σ’ αυτόν τον φαύλο κύκλο των συναισθημάτων. Και γι’ αυτό έπρεπε να μελετήσω τη βιογραφία του αλλά και την ψυχοσύνθεσή του από τα παιδικά του χρόνια μέχρι και την τελευταία του πνοή πάνω σ’ αυτό τον κόσμο. Μ’ αυτή τη συνθήκη και μόνο μ’ αυτή νομίζω πως καλείται κάποιος ηθοποιός να δουλεύει τον Τσάπλιν. Κάποια στιγμή στη βιογραφία του διάβασα ότι ήταν το νούμερο τρία σε αναγνωρισιμότητα, μετά τον Χριστό και τον Ναπολέοντα! Ηδουλειά μας ήταν πολλή, αλλά η ομάδα ήταν ακόμη πιο «πολλή», αν μπορώ να το θέσω έτσι, οπότε καταφέραμε να δουλέψουμε πολύ όμορφα.
Κι εσύ, Αλεξάνδρα, σε μια παράσταση τέτοιων αξιώσεων είχες να υποδυθείς χωρίς λόγια μία κοπέλα που δεν είχε όραση. Γιατί στο έκαναν αυτό (γέλια); Δίστασες καθόλου; Φοβήθηκες το βάρος ενός τόσο απαιτητικού ρόλου;
[Αλεξάνδρα] Και μουγκή και τυφλή (γέλια)! Να σου πω Μαίρη, επειδή ήταν από τις δουλειές που ήξερα από νωρίς ότι θα συμμετάσχω, σαφώς με τον φόβο και το πάθος, ανυπομονούσα μέρα τη μέρα. Χωρίς να σημαίνει ότι ήμουν σίγουρη ότι θα τα καταφέρω. Αλλά ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, καμιά φορά πρέπει να βρίσκουμε το κομμάτι μας που δεν το κάνει όλο αυτό για να πετύχει. Θα δώσουμε τον καλύτερο εαυτό μας, αλλά είναι ένα πείραμα, μια εξερεύνηση. Και μέσα σ’ αυτόν τον κόσμοχωρίς λόγια, ενός ανθρώπου που δεν έχει ούτε την όρασή του, έπρεπε να δω πώς δεν βλέπει, να βρω την εύθραυστη δύναμη που έβγαζε, την ανάγκη να επιβιώσει, αλλά πάντα σε μία τεράστια έλλειψη μιας αίσθησης και με ένα τεράστιο χαμόγελο. Οπότε ναι μεν υπήρχε η αγωνία και ο φόβος, αλλά όλο αυτό το υλικό, ο δρόμος μέσα από τον οποίο θα δουλεύαμε, αλλά κυρίως η Αμάλια η Μπένετ που την εκτιμώ ολοκληρωτικά και απεριόριστα, ήταν πάνω από αυτά. Και όντως δουλέψαμε όλοι και περάσαμε και πάρα πολύ ωραία και ευτυχώς αυτό επικοινώνησε με τον κόσμο και έρχεσαι τώρα εσύ και μου λες ότι οι θεατές ψήφισαν αυτό το μιούζικαλ που δεν έχει λόγο!
-Μα, ήταν μια μοναδική παράσταση! Ήταν μια παράσταση που εμένα τουλάχιστον μου άφησε γλύκα, κομψότητα, ευγενή αισθήματα, πίστη στον άνθρωπο και τις αξίες της ζωής. Μάλιστα, ήταν σαν μια «όαση μες στην έρημο», καθώς η τάση που επικρατεί στα αθηναϊκά θέατρα τα τελευταία χρόνια και ιδίως φέτος είναι αυτή του απογυμνωμένου ρεαλισμού, της προβολής της κοινωνικής παρακμής, των προβληματικών οικογενειακών σχέσεων και μιας αισθητικής που μάλλον έχει ως στόχο να προκαλέσει το θυμικό του θεατή. Δεν ξέρω αν συμφωνείτε με αυτή τη διαπίστωση.
[Προκόπης] Είναι όντως μια διαπίστωση που έκανα κι εγώ στον λίγο χρόνο που είχα στην Αθήνα γιατί είμαι μόνιμος κάτοικος Κύπρου. Νομίζω πως το θέατρο έχει ανάγκη να ξορκίζει το κακό. Αν θα τραγουδάμε για τους χαλεπούς καιρούς; «Ναι, θα τραγουδάμε για τους χαλεπούς καιρούς», είχε πει η Πίνα Μπάους. Σίγουρα η Αθήνα είναι μια πόλη που μπορεί πολύ εύκολα, πιστεύω, να σε οδηγεί είτε από τη μια είτε από την άλλη. Έχουμε μια πόλη η οποία είναι τόσο απίστευτα γοητευτική και τόσο καταπληκτικά άσχημη. Δεν ξέρω αν υπάρχει άλλη πόλη στον κόσμο που να συνδυάζει αυτά τα δύο. Είναι μια πόλη που θρέφει τον καλλιτέχνη η Αθήνα. Εμείς όμως επιλέξαμε την οδό του φωτός για να δηλώσουμε πράγματα τα οποία ο ίδιος ο Τσάρλι με εύστοχο, καυστικό και συγκεκριμένο τρόπο δήλωνε. Οπότε, ναι, είναι το τι επιλέγει κανείς. Μαζευτήκαμε πολλοί φωτεινοί άνθρωποι, πιστεύω. Και γι’ αυτό «φταίει» ο Θοδωρής και η Αμάλια που μας μάζεψαν. Χωρίς αυτούς μονάδες θα ήμασταν.
[Αλεξάνδρα] Τώρα, όσον αφορά την σκληρότητα που ανέφερες πολλών παραστάσεων, μπορώ κι αυτό να το καταλάβω. Δεν σημαίνει ότι πάντα μου αρέσει όλο αυτό, αλλά βγάζει και κάτι καθαρτικό, λυτρωτικό, ότι δεν είμαστε μόνοι, υπάρχει αυτό και τι κάνουμε; Μ’ αρέσει να βλέπω πώς αντιδράει ο κόσμος γύρω μου. Άλλοι γελάνε. Γελάνε από αμηχανία; Άλλοι σηκώνονται και φεύγουν και λες «τώρα βλέπεις τον εαυτό σου εκεί;». Για μένα πρέπει να υπάρχει χώρος για όλα.
-Για εσάς, ποιος ήταν ο σκοπός της παράστασης; Γιατί είπατε «πάμε να το κάνουμε»;
[Αλεξάνδρα] Κι εγώ διερωτήθηκα γιατί να μεταφέρουμε αυτή την εμβληματική ταινία του Τσάπλιν, όταν υπάρχει τόσο άρτια και την έχουμε στα χέρια μας; Αυτή ήταν η μόνη μου αγωνία. Γιατί πάντα αναρωτιέμαι «Γιατί κάνεις μια παράσταση; Τι έχεις να πεις;» Δεν χρειάζεται να είναι απόλυτα λογικό αυτό που θα απαντήσεις ή εμπεριστατωμένο, απλά πρέπει να απαντήσεις. Όσο λοιπόν μπαίναμε σε αυτή τη διαδικασία και ξανανακαλύπταμε τον ανθρώπο του περιθωρίου, που είναι άμοιρος, παραπεταμένος, φτωχός, πλάνητας, ο οποίος όμως -όπως λέγαμε και για την τυφλή κοπέλα- δεν σταματά, πέφτει γιατί πατάει μια μπανανόφλουδα, σηκώνεται και σκουπίζει το σκισμένο του σακάκι. Παίρνει ό,τι μπορεί από τη ζωή στο τώρα του, χωρίς να ξεχνά να σταματήσει το βλέμμα του σε έναν άνθρωπο που μπορεί να είναι σε χειρότερη μοίρα από εκείνον, που προσπαθεί να επιβιώσει, αλλά αγαπάει, στηρίζει, παλεύει. Όλες αυτές οι έννοιες, οι ουμανιστικές, κατά κάποιον τρόπο, ήταν τόσο αναγκαίες, ευεργετικές και παρήγορες μέσα σ’ αυτή την κατάσταση που εκεί κατάλαβα: ναι, γι’ αυτό. Ίσως ξαναβρίσκουμε ένα βάλσαμο που υπάρχει μέσα μας και μας αγγίζει βαθιά.
-Εσένα, Προκόπη, τι σου άφησε η παράσταση;
[Προκόπης] Αυτό που μου άφησε είναι ένας απίστευτα γλυκύς κόπος, ένας δημιουργικός μόχθος και ένα πολύ όμορφο συναπάντημα και με την ομάδα που το δημιούργησε και με τους θεατές. Από τον Τσάπλιν κρατάω την αισιοδοξία που δεν πεθαίνει ποτέ, δεν σβήνει και στις χειρότερες μέρες. ακόμη και την ώρα που τον μπαγλαρώνει ο αστυνομικός και του δένει τα χέρια από πίσω, αυτός κάνει ένα μικρό πηδηματάκι.
-Η παράσταση αυτή θεωρώ -και νομίζω κι εσύ Προκόπη το έχεις αναφέρει κάπου- πως προσφέρεται για ολόκληρη την οικογένεια. Εγώ πράγματι έφερα μαζί μου την κόρη μου που είναι δέκα ετών, την παρακολούθησε με προσοχή και είχαμε πολλά να συζητήσουμε μετά. Πέρα όμως από αυτό, θεωρείς ότι είναι μια «εμπορική» παράσταση που θα μπορούσε να αφορά και τους τουρίστες; Και μάλιστα χωρίς τον σκόπελο της μετάφρασης; Και για να το πάω ένα βήμα παραπέρα, γιατί εκτός από ήλιο και θάλασσα να μην «πουλάμε» και υψηλού επιπέδου θέατρο;
[Προκόπης] Συμφωνώ πολύ μαζί σου Μαίρη. Νομίζω πως κάτω από αυτό το πρίσμα βρίσκεται το Εθνικό θέατρο υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση του Γιάννη του Μόσχου, ο οποίος επικοινώνησε μαζί μου και ήθελε του χρόνου η παράσταση να συνεχίσει κάτω από μία συνθήκη που το Εθνικό θα βγει και σε άλλα θέατρα. Ευτυχώς θα συνεχίσει, δυστυχώς για μένα δεν θα συνεχίσει μαζί μου. Λόγω κυρίως οικογενειακών και επαγγελματικών υποχρεώσεων που είχα κλείσει από πριν. Δεν είναι πολύ απλό να φεύγεις από δύο πολύ μικρά παιδιά για μεγάλο χρονικό διάστημα και επειδή θα χρειαστεί να λείψω για γυρίσματα δεν ήθελα να διπλασιαστεί αυτό το διάστημα σε μία τόσο ευαίσθητη ηλικία των παιδιών μου. Έτσι πήρα την απόφαση να μην είμαι στο πανέμορφο αυτό εγχείρημα του Εθνικού, με την ευχή φυσικά να γίνει αυτό που λες. Κάποια στιγμή να φτάσουμε στο σημείο εξωστρέφειας που οι παραστάσεις να απευθύνονται και στον τουρίστα. Και να μην ξεχνάμε πως μιλάμε για τη χώρα που γέννησε το θέατρο. Άρα ίσως χρειάζεται να επενδύσουμε και σε αυτόν τον τομέα. Νομίζω πως αυτή είναι η πρόθεση του Εθνικού θεάτρου και εύχομαι η παράσταση αυτή, για την οποία πολύ σύντομα νομίζω θα μάθετε λεπτομέρειες, να ανθίσει ακόμη πιο πολύ και να δημιουργήσει το ρεύμα για το οποίο μιλάμε.
-Αλεξάνδρα, εσύ θα συνεχίσεις στα «Φώτα της πόλης»;
[Αλεξάνδρα] Ούτε κι εγώ θα συνεχίσω, έκλεισε ένας κύκλος για εμάς, όμως η παράσταση θα συνεχιστεί, η ουσία της είναι εκεί και είναι μία παράσταση που πρέπει να δει ο κόσμος. Και αυτοί που θα έρθουν στη θέση μας πιστεύω θα πάνε την παράσταση ακόμη πιο πέρα.
-Θέλω να σας ευχαριστήσω πραγματικά μέσα από την καρδιά μου για τον χρόνο που αφιερώσατε, για τη διάθεσή σας και για την τιμή που κάνατε στο Ζω ένα Δράμα και σε εμένα προσωπικά.
[Προκόπης] Μαίρη, η χαρά είναι δική μας γιατί, ξέρεις, είναι πολλές φορές μεγαλύτερη η χαρά για εμάς τους ηθοποιούς να μοιραζόμαστε τα βιώματα και τις εμπειρίες που είχαμε από μια παράσταση με ανθρώπους θεατρόφιλους με κεφαλαία. Δηλαδή με ανθρώπους που βλέπουμε πως όταν μιλάμε για το θέατρο σκιρτάει λίγο η καρδούλα τους. Αυτό είναι πάρα πολύ όμορφο γιατί συχνά πέφτουμε στο λούκι να μιλάμε με ανθρώπους που όχι μόνο δεν ξέρουν εμάς, αλλά και το ίδιο το θέατρο για το οποίο μιλάμε…
Εγώ μετά από αυτή τη συνέντευξη τι να πω… Νομίζω δεν υπάρχει μεγαλύτερη ομορφιά από το να μην «ξέρει» κάποιος πόσο «όμορφος» είναι…